- ὑποσκαφισμός
- ὑπο-σκαφισμός, ὁ, das Ausschwingen u. Reinigen des Korns mit der Wurfschaufel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσκαφισμός — και δ. αν. ὑποσκαριφισμός, ὁ, Α το καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαφίς, ίδος «φτυάρι, σκαπάνη», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποσκαφίζω] … Dictionary of Greek
υποσκαριφισμός — ὁ, Α (δ. αν.) βλ. ὑποσκαφισμός … Dictionary of Greek